Το σπίτι είναι το κέντρο της ζωής μας, αλλά το αφήνομε πρόσκαιρα, να ξεχυθούμε στις εξοχές και σε ταξίδια, όχι όμως φέτος. Οι φίλοι είναι μεγάλο κεφάλαιο του βίου, χαιρόμαστε να τους ανταμώνομε ξεδιπλώνοντας την κοινωνικότητά μας. Κι αυτό εδώ και 40 μέρες δεν επιτρέπεται. Ήρθε το Πάσχα, όπου μαζί με την Ανάσταση του Χριστού, στις εκκλησιές και του πιο απομακρυσμένου χωριού, οι άνθρωποι γιόρταζαν και σε χρόνια δύσκολα, σκλαβιάς, κατοχής την άνοιξη, τη ζωή που νικά, την ελπίδα της καλλιτέρευσης των όρων διαβίωσης, πάντοτε με κεφάτες και χαριτωμένες συναθροίσεις και πνεύμα συλλογικό. Φέτος, λόγω πανδημίας, όλα θα γίνουν απόμακρα, κατά μόνας σχεδόν, τηλεοπτικά και απομονωμένα.
Καλή καθιερωμένη συνήθεια, τα εορταστικά διηγήματα στις εφημερίδες που διέπρεψε ο Παπαδιαμάντης. Μη πιστεύοντας σε επανάληψη ιστορικών περιόδων, αλλά στη διδακτική και παραμυθητικήν επίνοια των μελετών της Ιστορίας, ανατρέξαμε στην κοσμογονική χρονιά, το 1789 και την Αθήνα κατά την τυραννική διοίκηση του Χατζή Αλή Χασεκή. Έχοντας πριν χρόνια λάβει από ευγενικό χέρι το βιβλίο, διαβάσαμε και μας είχε φανεί αδύνατο το να ξανασυνέβαινε στους εξελιγμένους κι ισχυρών ανθρώπων καιρούς μας…
‘‘Τῷ ἔτει τούτῳ (1789) συνέπεσε καί ἡ χαλεπωτάτη νόσος τῆς πανώλης, ἡ ὁποία πρό πολλοῦ ἐμάστιζε τήν Λεβαδίαν, κἀκεῖθεν διεδόθη εἰς Θήβας καί Εὔριπον, καί ἀκολούθως εἰς Ἀθήνας. Τοσοῦτον βαρεῖα ἐστάθη, ὥστε ὁπού παρομοίαν δέν ἐνθυμοῦνται οὔτε οἱ πλέον ἐσχατόγηροι· διότι ἔφθασαν νά ἀποθνήσκουν ἀπό 30 καί 40 ἄνθρωποι τήν ἡμέραν, ἀνέβη ὁ ἀριθμός μίαν ἡμέραν καί μέχρι τῶν 50’’. Το κακό ξεκίνησε με το θάνατο ενός μικρού παιδιού στις 30 Ιανουαρίου, που ο πατέρας του είχε έλθει απ’ τη Λιβαδειά.
Μόλις μαθεύτηκε, οι προεστοί έστειλαν άνθρώπους ‘‘διά νά ἐκβάλουν ἔξω τῆς πόλεως τόν ρηθέντα Κωνσταντῆν μετά τῆς φαμελίας του’’. τούτοι αρνήθηκαν και παραπονέθηκαν, πού να ξεσπιτωθούν χειμώνα καιρόν, όμως ‘‘καί ἄκοντας ἐξέβαλον τούτους ἔξω τῆς πόλεως, ἕως μιᾶς ὥρας διάστημα εἰς ἕν ἐδικόν τους ὑποστατικόν’’, 8 μέλη της οικογενείας και μια γυναίκα που έκαμε εντριβές στο παιδί που πέθανε. Μέσα σε ένα μήνα είχαν πεθάνει όλοι, ο Κωνσταντής μείνας ἄταφος τρεῖς ὅλας ἡμέρας. Μέχρι τις 9 Μαρτίου, κανείς άλλος δεν είχε προσβληθεί και ἡ πόλις ὅλη ἦτον καθαρά καί ἀνέπαφος.
Όμως εκείνη τη χρονιά είχε πέσει και πείνα, σιτοδεία στην Αττική, εν αντιθέσει προς τις μαστιζόμενες απ’ το λοιμό, Θήβα και Λιβαδειά. ‘‘Ἐν τούτῳ, δύο κακῶν προκειμένων, οἱ προεστῶτες ἐστοχάσθησαν νά οἰκονομήσουν ὅσο τό δυνατόν καί τά δύο’’. Έτσι έβαλαν ανθρώπους και φύλαγαν ἀσφαλῶς τάς πόρτας τῆς πόλεως για να μην έρχονται, ούτε να πηγαίνουν άνθρωποι σε Θήβα και Λιβαδειά. Για τον ανεφοδιασμό σε στάρι και αλεύρι, έστειλαν στα ‘‘ἔτι καθαρά τῆς νόσου χωρία τῆς Θήβας’’ ανθρώπους και εκεί με πολύ προσοχή να αγόραζαν και να έφερναν στους φούρνους αλεύρι. Μερικώς καλύφτηκαν, σε λίγο όμως τα υποζύγια λιγοστά, η αρρώστια εξαπλωνόταν κι η πείνα θέριζε την Αθήνα, ‘‘οἱ ἄνθρωποι περιήρχοντο ἔνθεν κἀκεῖθεν μετά δακρύων ἀνιχνεύοντες τροφήν, πολλοί ἐπί πολλάς ἡμέρας’’. Όταν έφθανε σ’ ένα φούρνο αλεύρι, ουρές περίμεναν ατόμων σε αθλία μορφή επί ώρες, τέλος ‘‘πολλοί ἔφευγον μέ χεῖρας κενάς ἀπό ψωμί καί μέ ὀμμάτια γεμάτα ἀπό δάκρυα’’.
Σε απόγνωση κάποια στιγμή, πλήθος ανθρώπων όρμησε στους άρχοντες, τούρκους και δικούς μας και ζήτησαν, ή να μοιραστούν τρόφιμα, ή να επιτραπεί να βγουν και ν’ αναζητήσουν οι ίδιοι, γιατί ‘‘κάλλιον νά ἀποθάνουν μίαν φοράν ὑπό τῆς πανώλης, ἄν θέλῃ ὁ Θεός, παρά καθ’ ἑκάστην ὑπό τῆς πείνης’’. Και δόθηκε άδεια, όποιος ήθελε να πήγαινε ελεύθερα, όπου έκρινε κι όπου εύρισκε τροφές για να ζήσει. Πολλοί έτρεξαν, ηύραν κι έφεραν, αλλά ήλθε κι η αρρώστια μαζί!..
Από τις 9 Μαρτίου ενέσκηψε το 2ο και φονικώτερο κύμα του λοιμού. Από ένα μετόχι – εκκλησία της Μεγ. Παναγίας, με τρεις καλογήρους, έναν μικρόν υπηρέτη και ‘‘ὑπέρ τά 20 παιδία ὁπού ἐμάνθανον τά κοινά γράμματα’’. Με συντομώτατη ασθένεια, λιγώτερη του 24ώρου, πέθανε ο ένας καλόγηρος. Ο λοιμός είχε φτάσει στο Μενίδι και κατατρομαγμένοι οι δημογέροντες, ρωτούσαν από μακριά τον άλλο καλόγηρο, αν είχε ταξιδεύσει στα μέρη του λοιμού ο αποθανών. Παρ’ ότι τους απομόνωσαν πηγαίνοντάς τους κάθε μέρα από μακριά φαγητό, δεν έκαμαν τις αναγκαίες απολυμάνσεις. Σε 10 μέρες η πανούκλα τους αφάνισε. Το ίδιο και μια χήρα γυναίκα με τις δυο απ’ τις τρεις κόρες της που είχε προσφέρει υπηρεσίες στον πρώτο καλόγηρο. Μετά 40 ημερών ασθένεια, ψυχολογικά καταρρακωμένη ανέρρωσε η άλλη 15χρονη κόρη, όπως και λίγοι απ’ τους νοσήσαντες που την πέρασαν πιο ελαφρά.
Από τότε η επιδημία χτυπούσε 1-2 σπίτια τη μέρα και τους ενοίκους ‘‘ἐξέβαλλον τῆς πόλεως πανοικί, ἄλλους εἰς τά παρεκκλήσια καί ἄλλους εἰς τά χωράφια ἐν ὑπαίθρῳ’’. Έρχονταν αθηναίοι απ’ τις σφοδρότερα πληττόμενες, Θήβα, Λιβαδειά και Χαλκίδα και τους κρατούσαν κι αυτούς έξω απ’ την πόλη. Σ’ αυτή τη φάση έφθασε και το Πάσχα (22 Απριλ.) και το γιόρτασαν ‘‘περίλυποι καί περιδεεῖς διότι ἐπήγαμεν εἰς τήν ἐκκλησίαν μέ μεγάλον φόβον τοῦ νά πλησιάσωμεν ἕνας μέ τόν ἄλλον καί χωρίς νά κάμωμεν τόν συνήθη ἀσπασμόν, τό ‘‘Χριστός ἀνέστη’’. Μετά σκόρπησαν σε εξοχές, μοναστήρια, περιβόλια, όπου μπόρεσε ο καθένας και στην Αθήνα νέκρα. ‘‘Ἄλλοι μέν νά φεύγουσι διά τόν φόβον τοῦ λοιμοῦ, ἄλλοι δε νά ἐκβάλλωνται διά τό πάθος τοῦ λοιμοῦ’’. Η πόλη άδεια και τα μοναστήρια και τα εξωκκλήσια γεμάτα ‘‘τῶν ὑπό τῆς νόσου τετρωμένων καί μολυμένων’’.
Αν και χωρίς ιδιαίτερο συγγραφικόν οίστρο, η περιγραφή της κατάστασης με τα πλήθη νεκρών κατακειμένων, ατάφων επί ημέρες, ψυχορραγούντων, αβοηθήτων, συγγενών κλαιόντων παραδίπλα τους, που περίμεναν αναπότρεπτα τη σειρά τους, η εικόνα γίνεται εφιαλτική κι οι σκηνές αποκαλύψεως: σύζυγοι να θάπτουν συζύγους, μητέρες τα παιδιά τους, βρέφη να βυζαίνουν τις πεθαμένες μητέρες τους, σε μια κοιλάδα του κλαυθμῶνος. Στους οθωμανούς των Αθηνών, που δεν έπαιρναν κανένα μέτρο προφύλαξης, ‘‘ἡ νόσος ἐξαφθεῖσα καί ὑπό τῆς ἀλογίας τοῦ δόγματος, ἐπέπεσε κατ’ αὐτῶν σφοδρότερον’’.
Και το κακό συνεχίστηκε ώς τις 20 Ιουνίου. Μετά καταλάγιασε σιγά – σιγά, με 2-3 θύματα τη μέρα, ένα, 1-2 την εβδομάδα. Αρχές Αυγούστου σταμάτησε κι όσοι είχαν καταφύγει στις εξοχές, επέστρεψαν στην Αθήνα. Είχε προλάβει να αφανίσει 1200 Ρωμαίους και 500 Τούρκους… Αυτά έγραψε και μας τα θυμίζει ο Ιωάννης Μπενιζέλος (περ. 1735-1807) καταγόμενος από παλαιά προυχοντική οικογένεια της πόλης, διδάσκαλος στη Σχολή Ντέκα, συγγραφέας της πολύ αξιόλογης κι από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσας «Ἱστορίας τῶν Ἀθηνῶν», αφηγούμενος τα γεγονότα του τόπου του, ιδιαίτερα της περιόδου του Χατζή Αλή Χασεκή, ως αυτόπτης μάρτυρας, με ενάργεια και αντικειμενικότητα (Ιωάννου Μπενιζέλου, Ιστορία των Αθηνών, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986, τ. Β΄, σσ. 332-340.
Ομοιότητες κι αναλογίες με το σήμερα, φόβοι και προληπτικά μέτρα, παραλείψεις και καθυστερήσεις, υποψίες και πάθη, φαίνεται να προβληματίζουν. Ο κύκλος της νόσου, η έλλειψη φαρμάκου, ο άφατος πόνος των απωλειών, οι έχοντες το βάρος λήψης των κρισίμων αποφάσεων, ας ενισχύουν την καρτερικότητα κι υπομονή μας, χαλυβδώνοντας την επιθυμία για ζωή με μείζονες εξασφαλίσεις της δημόσιας υγείας και με όσο πιο λίγα, από τα τωρινά βραχυπρόθεσμα έκτακτα μέτρα, να γίνουν στο μέλλον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας.
Σαν Υ.Γ. : Και πέρασε η βραδιά της Ανάστασης κι η περιφημότερη Κυριακή του χρόνου, ανεπαίσθητα. Χωρίς έξοδο, χωρίς κίνηση, χρώμα, δράση, συγκίνηση κι αλλήλους να περιπτυχθούμε. Χωρίς ζωντάνεμα των χωριών και μετάγγιση παράδοσης, χωρίς σμίξιμο οικογενειών κι αγαπημένων. Οι τηλεοράσεις ανέλαβαν κι έφεραν εις πέρας το αναστάσιμο άγγελμα και πολλοί λιγογκρινιάζοντας το χάρηκαν κιόλας ‘‘μέσα’’. Το μεγαλύτερο στοίχημα του πειράματος, για καθολικές κι ορθόδοξες επικράτειες! Πήραμε τα εύσημα της συμμόρφωσης. Κάποιοι θυμήθηκαν, κόσμια κατόπιν, να εκφράσουν επιμυθεϊκά λύπη και δυσαρέσκειες, τρόπους περιορισμού της λιποθυμικής επιβληθείσας κλεισούρας, ώς και συγγνώμες που σιώπησαν! Κι όλως περιέργως (!) σταμάτησαν κι οι ζοφερές τηλεοπτικές εικόνες από την Ιταλία και την Ισπανία της πανδημίας.
Κοιτάζομε απ’ το παράθυρο, την όποια κίνηση έξω, ξέροντας πως ούτε ο Αϊ Γιώργης θάρθει φέτος κι έχοντάς το πάρει χαμπάρι. Όσο αληθινό και νάναι το πρόβλημα της πανδημίας, το πείραμα του μαντρώματος παγκοσμίως πέτυχε. Κι όποτε κρίνουν, ή χρειαστεί, θα το επαναλάβουν, αποτελειώνοντας ελευθερία και κοινωνικότητά μας…
Καλή καθιερωμένη συνήθεια, τα εορταστικά διηγήματα στις εφημερίδες που διέπρεψε ο Παπαδιαμάντης. Μη πιστεύοντας σε επανάληψη ιστορικών περιόδων, αλλά στη διδακτική και παραμυθητικήν επίνοια των μελετών της Ιστορίας, ανατρέξαμε στην κοσμογονική χρονιά, το 1789 και την Αθήνα κατά την τυραννική διοίκηση του Χατζή Αλή Χασεκή. Έχοντας πριν χρόνια λάβει από ευγενικό χέρι το βιβλίο, διαβάσαμε και μας είχε φανεί αδύνατο το να ξανασυνέβαινε στους εξελιγμένους κι ισχυρών ανθρώπων καιρούς μας…
‘‘Τῷ ἔτει τούτῳ (1789) συνέπεσε καί ἡ χαλεπωτάτη νόσος τῆς πανώλης, ἡ ὁποία πρό πολλοῦ ἐμάστιζε τήν Λεβαδίαν, κἀκεῖθεν διεδόθη εἰς Θήβας καί Εὔριπον, καί ἀκολούθως εἰς Ἀθήνας. Τοσοῦτον βαρεῖα ἐστάθη, ὥστε ὁπού παρομοίαν δέν ἐνθυμοῦνται οὔτε οἱ πλέον ἐσχατόγηροι· διότι ἔφθασαν νά ἀποθνήσκουν ἀπό 30 καί 40 ἄνθρωποι τήν ἡμέραν, ἀνέβη ὁ ἀριθμός μίαν ἡμέραν καί μέχρι τῶν 50’’. Το κακό ξεκίνησε με το θάνατο ενός μικρού παιδιού στις 30 Ιανουαρίου, που ο πατέρας του είχε έλθει απ’ τη Λιβαδειά.
Μόλις μαθεύτηκε, οι προεστοί έστειλαν άνθρώπους ‘‘διά νά ἐκβάλουν ἔξω τῆς πόλεως τόν ρηθέντα Κωνσταντῆν μετά τῆς φαμελίας του’’. τούτοι αρνήθηκαν και παραπονέθηκαν, πού να ξεσπιτωθούν χειμώνα καιρόν, όμως ‘‘καί ἄκοντας ἐξέβαλον τούτους ἔξω τῆς πόλεως, ἕως μιᾶς ὥρας διάστημα εἰς ἕν ἐδικόν τους ὑποστατικόν’’, 8 μέλη της οικογενείας και μια γυναίκα που έκαμε εντριβές στο παιδί που πέθανε. Μέσα σε ένα μήνα είχαν πεθάνει όλοι, ο Κωνσταντής μείνας ἄταφος τρεῖς ὅλας ἡμέρας. Μέχρι τις 9 Μαρτίου, κανείς άλλος δεν είχε προσβληθεί και ἡ πόλις ὅλη ἦτον καθαρά καί ἀνέπαφος.
Όμως εκείνη τη χρονιά είχε πέσει και πείνα, σιτοδεία στην Αττική, εν αντιθέσει προς τις μαστιζόμενες απ’ το λοιμό, Θήβα και Λιβαδειά. ‘‘Ἐν τούτῳ, δύο κακῶν προκειμένων, οἱ προεστῶτες ἐστοχάσθησαν νά οἰκονομήσουν ὅσο τό δυνατόν καί τά δύο’’. Έτσι έβαλαν ανθρώπους και φύλαγαν ἀσφαλῶς τάς πόρτας τῆς πόλεως για να μην έρχονται, ούτε να πηγαίνουν άνθρωποι σε Θήβα και Λιβαδειά. Για τον ανεφοδιασμό σε στάρι και αλεύρι, έστειλαν στα ‘‘ἔτι καθαρά τῆς νόσου χωρία τῆς Θήβας’’ ανθρώπους και εκεί με πολύ προσοχή να αγόραζαν και να έφερναν στους φούρνους αλεύρι. Μερικώς καλύφτηκαν, σε λίγο όμως τα υποζύγια λιγοστά, η αρρώστια εξαπλωνόταν κι η πείνα θέριζε την Αθήνα, ‘‘οἱ ἄνθρωποι περιήρχοντο ἔνθεν κἀκεῖθεν μετά δακρύων ἀνιχνεύοντες τροφήν, πολλοί ἐπί πολλάς ἡμέρας’’. Όταν έφθανε σ’ ένα φούρνο αλεύρι, ουρές περίμεναν ατόμων σε αθλία μορφή επί ώρες, τέλος ‘‘πολλοί ἔφευγον μέ χεῖρας κενάς ἀπό ψωμί καί μέ ὀμμάτια γεμάτα ἀπό δάκρυα’’.
Σε απόγνωση κάποια στιγμή, πλήθος ανθρώπων όρμησε στους άρχοντες, τούρκους και δικούς μας και ζήτησαν, ή να μοιραστούν τρόφιμα, ή να επιτραπεί να βγουν και ν’ αναζητήσουν οι ίδιοι, γιατί ‘‘κάλλιον νά ἀποθάνουν μίαν φοράν ὑπό τῆς πανώλης, ἄν θέλῃ ὁ Θεός, παρά καθ’ ἑκάστην ὑπό τῆς πείνης’’. Και δόθηκε άδεια, όποιος ήθελε να πήγαινε ελεύθερα, όπου έκρινε κι όπου εύρισκε τροφές για να ζήσει. Πολλοί έτρεξαν, ηύραν κι έφεραν, αλλά ήλθε κι η αρρώστια μαζί!..
Από τις 9 Μαρτίου ενέσκηψε το 2ο και φονικώτερο κύμα του λοιμού. Από ένα μετόχι – εκκλησία της Μεγ. Παναγίας, με τρεις καλογήρους, έναν μικρόν υπηρέτη και ‘‘ὑπέρ τά 20 παιδία ὁπού ἐμάνθανον τά κοινά γράμματα’’. Με συντομώτατη ασθένεια, λιγώτερη του 24ώρου, πέθανε ο ένας καλόγηρος. Ο λοιμός είχε φτάσει στο Μενίδι και κατατρομαγμένοι οι δημογέροντες, ρωτούσαν από μακριά τον άλλο καλόγηρο, αν είχε ταξιδεύσει στα μέρη του λοιμού ο αποθανών. Παρ’ ότι τους απομόνωσαν πηγαίνοντάς τους κάθε μέρα από μακριά φαγητό, δεν έκαμαν τις αναγκαίες απολυμάνσεις. Σε 10 μέρες η πανούκλα τους αφάνισε. Το ίδιο και μια χήρα γυναίκα με τις δυο απ’ τις τρεις κόρες της που είχε προσφέρει υπηρεσίες στον πρώτο καλόγηρο. Μετά 40 ημερών ασθένεια, ψυχολογικά καταρρακωμένη ανέρρωσε η άλλη 15χρονη κόρη, όπως και λίγοι απ’ τους νοσήσαντες που την πέρασαν πιο ελαφρά.
Από τότε η επιδημία χτυπούσε 1-2 σπίτια τη μέρα και τους ενοίκους ‘‘ἐξέβαλλον τῆς πόλεως πανοικί, ἄλλους εἰς τά παρεκκλήσια καί ἄλλους εἰς τά χωράφια ἐν ὑπαίθρῳ’’. Έρχονταν αθηναίοι απ’ τις σφοδρότερα πληττόμενες, Θήβα, Λιβαδειά και Χαλκίδα και τους κρατούσαν κι αυτούς έξω απ’ την πόλη. Σ’ αυτή τη φάση έφθασε και το Πάσχα (22 Απριλ.) και το γιόρτασαν ‘‘περίλυποι καί περιδεεῖς διότι ἐπήγαμεν εἰς τήν ἐκκλησίαν μέ μεγάλον φόβον τοῦ νά πλησιάσωμεν ἕνας μέ τόν ἄλλον καί χωρίς νά κάμωμεν τόν συνήθη ἀσπασμόν, τό ‘‘Χριστός ἀνέστη’’. Μετά σκόρπησαν σε εξοχές, μοναστήρια, περιβόλια, όπου μπόρεσε ο καθένας και στην Αθήνα νέκρα. ‘‘Ἄλλοι μέν νά φεύγουσι διά τόν φόβον τοῦ λοιμοῦ, ἄλλοι δε νά ἐκβάλλωνται διά τό πάθος τοῦ λοιμοῦ’’. Η πόλη άδεια και τα μοναστήρια και τα εξωκκλήσια γεμάτα ‘‘τῶν ὑπό τῆς νόσου τετρωμένων καί μολυμένων’’.
Αν και χωρίς ιδιαίτερο συγγραφικόν οίστρο, η περιγραφή της κατάστασης με τα πλήθη νεκρών κατακειμένων, ατάφων επί ημέρες, ψυχορραγούντων, αβοηθήτων, συγγενών κλαιόντων παραδίπλα τους, που περίμεναν αναπότρεπτα τη σειρά τους, η εικόνα γίνεται εφιαλτική κι οι σκηνές αποκαλύψεως: σύζυγοι να θάπτουν συζύγους, μητέρες τα παιδιά τους, βρέφη να βυζαίνουν τις πεθαμένες μητέρες τους, σε μια κοιλάδα του κλαυθμῶνος. Στους οθωμανούς των Αθηνών, που δεν έπαιρναν κανένα μέτρο προφύλαξης, ‘‘ἡ νόσος ἐξαφθεῖσα καί ὑπό τῆς ἀλογίας τοῦ δόγματος, ἐπέπεσε κατ’ αὐτῶν σφοδρότερον’’.
Και το κακό συνεχίστηκε ώς τις 20 Ιουνίου. Μετά καταλάγιασε σιγά – σιγά, με 2-3 θύματα τη μέρα, ένα, 1-2 την εβδομάδα. Αρχές Αυγούστου σταμάτησε κι όσοι είχαν καταφύγει στις εξοχές, επέστρεψαν στην Αθήνα. Είχε προλάβει να αφανίσει 1200 Ρωμαίους και 500 Τούρκους… Αυτά έγραψε και μας τα θυμίζει ο Ιωάννης Μπενιζέλος (περ. 1735-1807) καταγόμενος από παλαιά προυχοντική οικογένεια της πόλης, διδάσκαλος στη Σχολή Ντέκα, συγγραφέας της πολύ αξιόλογης κι από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσας «Ἱστορίας τῶν Ἀθηνῶν», αφηγούμενος τα γεγονότα του τόπου του, ιδιαίτερα της περιόδου του Χατζή Αλή Χασεκή, ως αυτόπτης μάρτυρας, με ενάργεια και αντικειμενικότητα (Ιωάννου Μπενιζέλου, Ιστορία των Αθηνών, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986, τ. Β΄, σσ. 332-340.
Ομοιότητες κι αναλογίες με το σήμερα, φόβοι και προληπτικά μέτρα, παραλείψεις και καθυστερήσεις, υποψίες και πάθη, φαίνεται να προβληματίζουν. Ο κύκλος της νόσου, η έλλειψη φαρμάκου, ο άφατος πόνος των απωλειών, οι έχοντες το βάρος λήψης των κρισίμων αποφάσεων, ας ενισχύουν την καρτερικότητα κι υπομονή μας, χαλυβδώνοντας την επιθυμία για ζωή με μείζονες εξασφαλίσεις της δημόσιας υγείας και με όσο πιο λίγα, από τα τωρινά βραχυπρόθεσμα έκτακτα μέτρα, να γίνουν στο μέλλον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας.
Σαν Υ.Γ. : Και πέρασε η βραδιά της Ανάστασης κι η περιφημότερη Κυριακή του χρόνου, ανεπαίσθητα. Χωρίς έξοδο, χωρίς κίνηση, χρώμα, δράση, συγκίνηση κι αλλήλους να περιπτυχθούμε. Χωρίς ζωντάνεμα των χωριών και μετάγγιση παράδοσης, χωρίς σμίξιμο οικογενειών κι αγαπημένων. Οι τηλεοράσεις ανέλαβαν κι έφεραν εις πέρας το αναστάσιμο άγγελμα και πολλοί λιγογκρινιάζοντας το χάρηκαν κιόλας ‘‘μέσα’’. Το μεγαλύτερο στοίχημα του πειράματος, για καθολικές κι ορθόδοξες επικράτειες! Πήραμε τα εύσημα της συμμόρφωσης. Κάποιοι θυμήθηκαν, κόσμια κατόπιν, να εκφράσουν επιμυθεϊκά λύπη και δυσαρέσκειες, τρόπους περιορισμού της λιποθυμικής επιβληθείσας κλεισούρας, ώς και συγγνώμες που σιώπησαν! Κι όλως περιέργως (!) σταμάτησαν κι οι ζοφερές τηλεοπτικές εικόνες από την Ιταλία και την Ισπανία της πανδημίας.
Κοιτάζομε απ’ το παράθυρο, την όποια κίνηση έξω, ξέροντας πως ούτε ο Αϊ Γιώργης θάρθει φέτος κι έχοντάς το πάρει χαμπάρι. Όσο αληθινό και νάναι το πρόβλημα της πανδημίας, το πείραμα του μαντρώματος παγκοσμίως πέτυχε. Κι όποτε κρίνουν, ή χρειαστεί, θα το επαναλάβουν, αποτελειώνοντας ελευθερία και κοινωνικότητά μας…
Π. Ζέρβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου